Μαρία Παντίσκα: Η φωτογραφία - σύμβολο της απώλειας
Στις 10 Ιουνίου του 1944, οι Γερμανοί για λόγους αντεκδίκησης, εισέβαλαν στο Δίστομο Βοιωτίας και εκτέλεσαν 228 αμάχους, ανάμεσα στα θύματα ήταν 117 γυναίκες και 53 παιδιά κάτω των 16 ετών. Ολοκλήρωσαν την καταστροφή καίγοντας σπίτια του χωριού.
Τον Οκτώβρη του '44, τέσσερις μήνες μετά την κτηνωδία, ο Ουκρανός φωτογράφος Ντμίτρι Κέσερ, βρέθηκε στο Δίστομο και απαθανάτισε τους εναπομείναντες κατοίκους που προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους. Εκεί, μεταξύ άλλων, φωτογράφισε τη μαυροφορεμένη Μαρία Παντσίκα. Η φωτογραφία ξεχώρισε αφού η έκφραση στο πρόσωπο της Μαρίας αποτύπωνε τρομερά τον πόνο της απώλειας και της φρίκης. Δημοσιεύτηκε δίπλα σε άρθρο Γερμανικής εφημερίδας με τίτλο "Τί έκαναν οι Γερμανοί στην Ελλάδα" και λεζάντα που έγραφε "Η Μαρία Παντίσκα ακόμη θρηνεί 4 μήνες μετά τη δολοφονία της μητέρας της από τους Γερμανούς στη σφαγή στο ελληνικό χωριό Δίστομο”.
Συνολικά κατεσφάγησαν 228 αθώοι άμαχοι, 117 γυναίκες και 111 άντρες. Tέσσερα βρέφη, μικρότερα του ενός έτους, εκτελέστηκαν, όπως επίσης και τρεις ανυπεράσπιστοι γέροντες άνω των 80 ετών, 53 παιδιά μικρότερα από 16 χρόνων τους στέρησαν τη ζωή πάνω στο άνθος της ηλικίας τους. Περισσότερα από 600 σπίτια καταστράφηκαν.
Στο Δίστομο του νομού Βοιωτίας έγινε κάτα την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου μια από τις μεγαλύτερες σφαγές αμάχων από της ναζιστικές κατοχικές δυνάμεις στην Ελλάδα.
Στις 10 Ιουνίου 1944 ο λοχαγός των SS Fritz Laufenbach έλαβε τη διαταγή να εντοπίσει και να εξοντώσει με το λόχο του αντάρτες στη περιοχή της Άμφισσας. Στον δρόμο για την Άμφισσα πέφτουν σε ενέδρα ανταρτών. Οι Γερμανοί γυρίζουν στο Δίστομο και σε αντίποινα για τις απώλειές τους άρχισαν την σφαγή όσων κατοίκων έβρισκαν στο χωριό.
Η Μάχη, Η Σφαγή
Ο Laufenbach αποφάσισε το απόγευμα να προχωρήσει με μια φάλαγγα, την οποία αποτελούσαν κυρίως τα δύο φορτηγά με ελληνικούς αριθμούς, προς το Στείρι.
Λίγο πριν φθάσει εκεί, η ομάδα κρούσης προσεβλήθη από καλά οχυρωμένους αντάρτες. Κατά την ανταλλαγή πυρών πεζικού οι Γερμανοί έχασαν 22 στρατιώτες.
Όταν τα υπόλοιπα τμήματα του λόχου, που είχαν παραμείνει στο Δίστομο, μετακινήθηκαν προς το πεδίο της μάχης για να ενισχύσουν τους συναδέλφους τους, οι αντάρτες υποχώρησαν στο βουνό.
Ύστερα από σύντομη καταδίωξη ο Laufenbach διέταξε στις 17.30 την επιστροφή του αποδεκατισμένου 2ου λόχου στο Δίστομο, το οποίο φαινόταν εγκαταλελειμμένο, διότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν ήδη στα βουνά.
Σε αντίποινα για την επίθεση κατά των αντρών του, ο Laufenbach έδωσε διαταγή να εκτελεστούν στην είσοδο του χωριού τα 12 παιδιά.
Μετά την εκτέλεση οι άντρες των SS κατελήφθησαν από εκδικητική μανία: Σε ένα λουτρό αίματος δολοφονήθηκαν 228 άντρες, γυναίκες και παιδιά και πυρπολήθηκαν τα σπίτια.
Όμως οι φόνοι αυτοί δεν ήταν αρκετοί: Όταν η μονάδα επέστρεφε, νωρίς το βράδυ, στη Λιβαδειά, δολοφόνησε, μέσα από στρατιωτικά οχήματα, ό,τι ζωντανό υπήρχε στα χωράφια, ανθρώπους και ζώα.
Όταν δύο μέρες αργότερα έφτασαν στο νομάρχη Βοιωτίας τα φοβερά μαντάτα, εκείνος τηλεγράφησε στο γραφείο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού (ΔEΣ) στην Αθήνα για βοήθεια: Είχε γίνει φοβερό μακελειό. Υπήρχε επείγουσα ανάγκη αποστολής τροφίμων και φαρμάκων.
Τα ντοκουμέντα
Μια βδομάδα χρειάστηκε ο διευθυντής του ΔEΣ, Beat de Glufz, για να στείλει μια φάλαγγα βοηθείας, υπό την καθοδήγηση του Eλβετού George Wehrly και του Σουηδού Callmer. Aπό ελληνικής πλευράς τους συνόδευαν η αδελφή Aδοσίδη μαζί με μια νεαρή νοσοκόμα, και ο γιατρός Πετράκος.
Αμέσως μετά το ταξίδι του στο Δίστομο, ο Wehrly έγραψε μια οκτασέλιδη εμπιστευτική αναφορά περί της «βοήθειας η οποία παρεσχέθη στο Δίστομο (Βοιωτίας).
Μαζί με μια ντουζίνα φωτογραφίες τις οποίες ο Wehrly είχε τραβήξει στο Δίστομο, η αναφορά του έφτασε αρχές Ιουλίου στα κεντρικά γραφεία του ΔEΣ στη Γενεύη.
Στην αρχή της συνταρακτικής αλλά αμερόληπτης περιγραφής του ο Wehrly αναφέρει τη συζήτησή του με το μητροπολίτη της Λιβαδειάς, ο οποίος υπό την επήρεια των εντυπώσεών του από το ταξίδι του στο Δίστομο κατέθεσε σε επίσημο πρωτόκολλο: «Ο συνολικός πληθυσμός της άμεσης και ευρύτερης περιοχής αποτελείται από 1.900 άτομα, εκ των οποίων οι 600 εφονεύθησαν. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, διότι πολλά θύματα βρίσκονται ακόμα διασκορπισμένα στα χωράφια και στους δρόμους».
Τα θύματα
Ο ίδιος ο μητροπολίτης συνάντησε 600 τραυματίες, από τους οποίους οι 15 σοβαρά και οι 45 ελαφρότερα τραυματισμένοι. Οι τελευταίοι αυτοί έμειναν επί τόπου, ενώ οι άλλοι μεταφέρθηκαν στη Λιβαδειά και την Αθήνα, γράφει ο Wehtly.
«Φαίνεται ότι οι Γερμανοί έδωσαν κάποια μάχη με τους αντάρτες της περιοχής και, όταν οι αντάρτες αποχώρησαν, οι Γερμανοί σφαγίασαν τον πληθυσμό που βρισκόταν έξω από την περιοχή (του χωριού), πυροβολώντας με πυροβόλα αυτούς που βρίσκονταν μέσα στα σπίτια και με αγχέμαχα όπλα (ξιφολόγχες) (...). Ο παπάς βρέθηκε αποκεφαλισμένος, ένα παιδί στο στήθος της μητέρας του».
Ο προϊστάμενος στο ΔEΣ βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει με τους προεστούς του χωριού και να καταγράψει τις σπαρακτικές εξιστορήσεις των γεγονότων: «350 άτομα... τα μισά ήταν παιδιά... εδολοφονήθησαν. Λίγοι άντρες αναφέρονται ανάμεσα στους νεκρούς. Ο αριθμός αυτός δεν πρέπει να θεωρηθεί ο τελικός, διότι υπάρχουν πολλοί αγνοημένοι, οι οποίοι ίσως και να κατέφυγαν στα βουνά».
Μαρτυρίες-σοκ
Ο Ελβετός διέσχισε τον τόπο της τραγωδίας και κατέγραψε τις εντυπώσεις του. Μόλις έξω από το χωριό, διαπίστωσε με φρίκη ότι εκτός από τους αγρότες είχαν σφαγιαστεί και όλα τα κτήνη. Αυτόπτες μάρτυρες διεκτραγωδούσαν πως στην αρχή της σφαγής, στο κάτω τμήμα του χωριού, εκτελούσαν ομαδικώς οι στρατιώτες με απόλυτη ψυχραιμία: «Κατόπιν επισκέφθηκα τα σπίτια των δολοφονημένων» συνεχίζει ο Wehrly στην έκθεσή του.
«Παντού συναντούσα μεγάλες κηλίδες αίματος, ανακατωμένες με γυναικεία μαλλιά, παιδικά παπούτσια, σκισμένα ρούχα και σκεπάσματα. Οι στρατιώτες, σύμφωνα με τους αυτόπτες, κυνηγούσαν ανελέητα τους ανθρώπους από δωμάτιο σε δωμάτιο και δεν λυπήθηκαν ούτε παιδιά, ούτε γυναίκες, ούτε γέρους. Μόνο όσοι κατάφεραν να τραπούν σε φυγή ή κρύφτηκαν διέφυγαν τη σφαγή».
Η εξώπορτα ενός σπιτιού ήταν τόσο βουτηγμένη στο αίμα, ώστε ο Wehrly δεν κατάφερε να την ανοίξει. Σε ένα άλλο σπίτι βρήκε κάλυκες πιστολιού που τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα περισσότερα θύματα εκτελέστηκαν εκεί.
Γυναίκες...Παιδιά
«Παιδιά ώς και πέντε ετών» γράφει ο Wehrly, χωρίς όμως να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία, «βρέθηκαν με κομμένα τα λαρύγγια ή στραγγαλισμένα. Πολλές νέες γυναίκες βιάστηκαν και εν συνεχεία ξεκοιλιάστηκαν».
Ο Wehrly θυμάται κάποιον πατέρα ο οποίος είχε έρθει στη διανομή ψωμιού και έλεγε, απελπισμένα, πως «στο πέντε χρονών παιδί του, του είχαν διαχωρίσει τους μυώνες του ποδιού και τους τύλιξαν γύρω από τα κόκαλα».
Δύο παιδιά παρουσιάστηκαν στον Ελβετό βουτηγμένα στο αίμα των γονιών τους: είχαν διασωθεί σαν από θαύμα!
Πριν αναχωρήσει, ο Wehrly επισκέφθηκε και το νεκροταφείο, διαπίστωσε όμως ότι οι περισσότεροι νεκροί είχαν ταφεί βιαστικά στους κήπους των σπιτιών. Στο δρόμο της επιστροφής προς τη Λιβαδειά κυριαρχούσε η δυσωδία των 100 περίπου πτωμάτων ζώων τα οποία ήταν για πολλά χιλιόμετρα σπαρμένα στα ρείθρα των δρόμων και στους αγρούς.
Ακόμα και τα κάρα των υποζυγίων είχαν καταστρέψει οι άντρες των SS: «Στη Λιβαδειά επισκέφθηκα στο νοσοκομείο τους τραυματίες» σημειώνει ο Wehrly: «Όλοι είχαν τραυματιστεί από σφαίρες τουφεκιών, περιστρόφων και εν γένει ελαφρών όπλων πεζικού. Υπήρχαν ακρωτηριασμένοι σε χέρια και πόδια. Σε δύο περιπτώσεις οι αγκώνες τους είχαν σχεδόν συντριβεί από μια σφαίρα, πράγμα που ο διευθυντής του νοσοκομείου θεωρούσε ότι έγινε με σφαίρες Nτουμ-Nτουμ».
Στο τέλος της αναφοράς του ο Wehrly αναφέρει τις μαρτυρικές καταθέσεις του δημάρχου και των προεστών του Διστόμου, όπου έρχεται εις φως όλη η κτηνώδης βία με την οποία εξοντώθηκαν ολόκληρες οικογένειες.
Ο Wehrly αναφέρει περιπτώσεις νέων γυναικών που βιάστηκαν και εν συνεχεία εκτελέστηκαν, για το κομμένο κεφάλι του παπά-Σωτήρη, που βρέθηκε μεσ' στις κοπριές πίσω απ' το σπίτι του, για το βρέφος με το κομμένο βυζί της μητέρας του στο στόμα και για το φαρμακοποιό Γαβρίλη, από το γειτονικό χωριό Bάρβα, ο οποίος δολοφονήθηκε μαζί με τη γυναίκα του και τα τέσσερά τους παιδιά, στις 12 Ιουνίου στο δημόσιο δρόμο.
Απολογισμός
Συνολικά κατεσφάγησαν 228 αθώοι άμαχοι, 117 γυναίκες και 111 άντρες. Τέσσερα βρέφη, μικρότερα του ενός έτους, εκτελέστηκαν, όπως επίσης και τρεις ανυπεράσπιστοι γέροντες άνω των 80 ετών, 53 παιδιά μικρότερα από 16 χρόνων τους στέρησαν τη ζωή πάνω στο άνθος της ηλικίας τους. Περισσότερα από 600 σπίτια καταστράφηκαν.
Από τότε πέρασαν 69 χρόνια. Που δεν φαίνονται όμως αρκετά για την ηθική και υλική αποζημίωση των επιζώντων ή και απογόνων τους.
Το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, εις το οποίο διεβιβάσθη ο φάκελος των απαιτήσεων, απήντησε ότι ύστερα από 50 χρόνια οι απαιτήσεις αυτές είχαν χάσει τη «δικονομικήν» υπόσταση.
Όπως όλα δείχνουν, μόνο μια πολιτική διευθέτηση μπορεί να υπάρξει ως «ύστατη ηθική αναγνώριση». Aλλωστε καμία υλική αποζημίωση δεν μπορεί να απαλύνει τον πόνο των επιζώντων και την ενοχή των ηθικών και φυσικών αυτουργών του ανοσιουργήματος. «Ούτε Θέμις ούτε Νέμεσις».
Πηγή: Paspaase.gr
Βίντεο: Αυτό το βίντεο δείχνει μαρτυρίες κατοίκων του Διστόμου που επέζησαν την σφαγή.
Maria Pantiska a Greek woman from the village of Distomo still weeps for her mother who was killed by German soldiers five moths previously in what would become to be called the Distomo Massacre. November 1944.
H σφαγή του Διστόμου χαρακτηρίζεται στον Αμερικανικό Τύπο ως η μακάβρια συνέχεια του Λίντιτσε-τσέχικο χωριό που εξαφανίστηκε από τον χάρτη ως τόπος καταγωγής των εκτελεστών του Χάινριχ των ναζί.
Comments
Post a Comment